- εξαφνίζω
- μετ. испугать неожиданностью чего-л., ошеломить, поразить, сильно удивить;
εξαφνίζομαι — быть ошеломлённым, поражённым, потрясённым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξαφνίζομαι — быть ошеломлённым, поражённым, потрясённым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξαφνίζω — και ξαφνίζω και ξαφνιάζω [έξαφνα] αιφνιδιάζω … Dictionary of Greek
ξαφνιάζω — και ξαφνίζω 1. προκαλώ έκπληξη ή φόβο σε κάποιον, τρομάζω, σκιάζω 2. παθαίνω μικρό διάστρεμμα, στραμπούλισμα («με τη γυμναστική ξάφνιασα τη μέση μου») 3. μεσ. ξαφνιάζομαι και ξαφνίζομαι εκπλήσσομαι, σκιάζομαι, τρομάζω («ξαφνίζεται στον ύπνο μου» … Dictionary of Greek